- ονοσκελης
- ὀνοσκελήςὀνο-σκελής2с ногами (как у) осла, ослоногий Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αδιάσκελας — Το κακό πνεύμα, το αγερικό,όπως ονομάζεται στη Μύκονο. Στην Κρήτη ονομάζεται ανασκελάς. Πήρε το όνομα αυτό γιατί, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, το κακό πνεύμα συνήθιζε να φανερώνεται στους ανθρώπους ξαπλωμένο ανάσκελα στη μέση του δρόμου. Στην… … Dictionary of Greek